- ηλιοτυπία
- ηηλιογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliotype < helio- (πρβλ. ήλιο-*) + -type (πρβλ. τύπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Κ. Σιμωνίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλιοτυπία — η προβαθμίδα της ηλιογραφίας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek